- τελειοῦται
- τελειόωmake perfectpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… … Dictionary of Greek
Αγαπίων — Άγιος του χριστιανισμού, ρωμαϊκής καταγωγής.Ρίχτηκε στα θηρία, αλλά εκείνα, κατά την παράδοση, δεν τον πείραξαν. «Τούτον ηγάπησε και θηρίων φύσις». Σύμφωνα με τον παρισινό κώδικα αρ. 1758 «θηριομαχήσας και μηδέν βλαβείς, τελειούται διά ξίφους». Η … Dictionary of Greek
ЕВЛОГИЙ I — († 13.02.607/8), свт. (пам. 13 февр.), патриарх Александрийский (580 607/8), богослов, полемист. Жизнь Свт. Евлогий I, патриарх Александрийский. Миниатюра из Минология Василия II. 976 1025 гг. (Vat. gr. 1613. P. 397) Свт. Евлогий I, патриарх… … Православная энциклопедия